- πραγματοκρατικός
- η , ό[ν] филос. 1. относящийся к реализму;2. (ο ) сторонник реализма, реалист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πραγματοκρατικός — ή, ό, Ν [πραγματοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία 2. το αρσ. ως ουσ. οπαδός τής θεωρίας τής πραγματοκρατίας … Dictionary of Greek
πραγματοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία: Πραγματοκρατικές απόψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)